απαρακολούθητος — ἀπαρακολούθητος, ον (AM) μσν. 1. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον παρακολουθήσει, ο ακατανόητος 2. όποιος δεν προνοεί για κάτι αρχ. (επίρρ., τως) απερίσκεπτα … Dictionary of Greek
ἀπαρακολούθητος — not to be reached masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαρακολουθήτως — ἀπαρακολούθητος not to be reached adverbial ἀπαρακολούθητος not to be reached masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαρακολούθητον — ἀπαρακολούθητος not to be reached masc/fem acc sg ἀπαρακολούθητος not to be reached neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαρακολουθήτου — ἀπαρακολούθητος not to be reached masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαρακολουθήτων — ἀπαρακολούθητος not to be reached masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαρακολούθητα — ἀπαρακολούθητος not to be reached neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαρακολούθητοι — ἀπαρακολούθητος not to be reached masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόλυτος — Ο αδέσμευτος, o ανεξάρτητος, ο απεριόριστος, ο ελεύθερος. Α. λέγεται επίσης και ο ολοκληρωτικός, o αυθύπαρκτος. (Γεωλ.)α. ηλικία πετρώματος. Η σχετικά ακριβής ηλικία σχηματισμού ενός πετρώματος η οποία μετριέται με τη βοήθεια νόμων της φυσικής… … Dictionary of Greek